υδροπνευματικός

υδροπνευματικός
η , ό[ν] гидропневматический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υδροπνευματικός" в других словарях:

  • υδροπνευματικός — ή, ό, Ν αυτός που λειτουργεί με νερό και πεπιεσμένο αέρα («υδροπνευματική τροχοπέδη»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydropneumatic (< υδρ[ο] * + πνευματικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Δ. Νίτσο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»